τεψί
Смотреть что такое "τεψί" в других словарях:
τεψί — το, Ν βλ. ταψί … Dictionary of Greek
εψάνη — η (Α ἑψάνη) νεοελλ. ταψί, τεψί αρχ. μαγειρικό σκεύος που χρησιμεύει για βράσιμο, πλατιά χύτρα, τσουκάλι ή τηγάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἑψ τού ἕψω + κατάλ. ανη (πρβλ. οχ άνη, χο άνη)] … Dictionary of Greek
ταψί — και τεψί, το, Ν 1. είδος μεγάλου, αβαθούς και στρογγυλού μεταλλικού μαγειρικού σκεύους 2. φρ. α) «γλυκά [ή γλυκίσματα] τού ταψιού» γλυκά που ψήνονται σε ταψί β) «θα σέ χορέψω [ή θα σέ κάνω να χορέψεις] στο ταψί» θα σέ βασανίσω, θα σέ κάνω να… … Dictionary of Greek