τεψί

τεψί
το см. ταψί

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τεψί" в других словарях:

  • τεψί — το, Ν βλ. ταψί …   Dictionary of Greek

  • εψάνη — η (Α ἑψάνη) νεοελλ. ταψί, τεψί αρχ. μαγειρικό σκεύος που χρησιμεύει για βράσιμο, πλατιά χύτρα, τσουκάλι ή τηγάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἑψ τού ἕψω + κατάλ. ανη (πρβλ. οχ άνη, χο άνη)] …   Dictionary of Greek

  • ταψί — και τεψί, το, Ν 1. είδος μεγάλου, αβαθούς και στρογγυλού μεταλλικού μαγειρικού σκεύους 2. φρ. α) «γλυκά [ή γλυκίσματα] τού ταψιού» γλυκά που ψήνονται σε ταψί β) «θα σέ χορέψω [ή θα σέ κάνω να χορέψεις] στο ταψί» θα σέ βασανίσω, θα σέ κάνω να… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»